amasijo - ορισμός. Τι είναι το amasijo
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι amasijo - ορισμός


amasijo      
Sinónimos
sustantivo
3) masa: masa, tropel, pasta
Antónimos
sustantivo
amasijo      
sust. masc.
1) Porción de harina amasada para hacer pan.
2) Acción de amasar y disponer las cosas necesarias para ello.
3) Porción de masa hecha con yeso, tierra, etc, y agua u otro líquido.
4) fig. fam. Obra o tarea.
5) fig. fam. Convenio entre varias personas, regularmente para cosa mala.
amasijo      
amasijo
1 m. Porción de harina amasada de una vez. Amasadura.
2 *Argamasa.
3 Operación de amasar.
4 (inf.) *Obra o *tarea.
5 (inf.) *Mezcla de cosas inconexas; particularmente, de ideas.
6 (inf.) Intriga o *chanchullo.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για amasijo
1. Segundos después estaba atrapado en un amasijo de hierros.
2. Otros dos pasajeros heridos de carácter grave estaban atrapados en un amasijo de hierros.
3. Un amasijo de cemento y acero se desplomó, arrastrando consigo decenas de coches.
4. El mayor peligro para éstos son los llamados cócteles, hechos con un amasijo de excrementos.
5. Cuando la policía llegó al lugar, los mexicanos eran un amasijo de carne y sangre tras la brutal paliza.
Τι είναι amasijo - ορισμός